- μελλόνυμφος
- μελλόνυμφοςabout to bemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελλόνυμφος — η, ο, θηλ. και ος (ΑM μελλόνυμφος, ον, θηλ. και μελλονύμφη) (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα αρχ. (για οίκο) αυτός που πρόκειται να δεχθεί τους νεονύμφους («ἀνολολυξάτω δόμος ἐφεστίοις ἀλαλαγαῑς ὁ… … Dictionary of Greek
μελλόνυμφος — ο θηλ. η αυτός που πρόκειται να παντρευτεί σε λίγο καιρό: Οι μελλόνυμφοι έστειλαν τα προσκλητήρια του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελλόνυμφον — μελλόνυμφος about to be masc/fem acc sg μελλόνυμφος about to be neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλονύμφου — μελλόνυμφος about to be masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελλόνυμφοι — μελλόνυμφος about to be masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek
μελλονύμφη — μελλονύμφη, ἡ (ΑM) βλ. μελλόνυμφος … Dictionary of Greek
μελλυμέναιος — μελλυμέναιος, ον (Α) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ὑμέναιος «γάμος»] … Dictionary of Greek
μελλόγαμος — η, ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, ον) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] … Dictionary of Greek
μελλόνυμφη — η βλ. μελλόνυμφος … Dictionary of Greek